ακρόκλαδο

ακρόκλαδο
ακρόκλαδο, το και ακροκλώναρο, το
το ψηλότερο κλαδί ενός δέντρου: Η φωλιά βρισκόταν σ' ένα ακρόκλαδο κι ήταν αδύνατο να τη φτάσουμε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακρόκλαδο — και ακροκλάδι, το η άκρη τού κλαδιού δέντρου ή θάμνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + κλαδί] …   Dictionary of Greek

  • ακρόκλαδος — η, ο (Μ ἀκρόκλαδος, ο, ως ουσ.) αυτός που βλαστάνει ή βρίσκεται στην άκρη τού κλαδιού νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ακρόκλαδο το άκρο, η κορυφή τού κλαδιού ή το ψηλότερο κλαδί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + κλάδος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακρόκλαδο] …   Dictionary of Greek

  • ακροκλώναρο — το το ακρόκλαδο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + κλωνάρι] …   Dictionary of Greek

  • κλαδί — το (AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον) νεοελλ. φρ. «δεν τόν αφήνει σε χλωρό κλαδί» τόν καταδιώκει συνεχώς ή δεν τόν αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό νεοελλ. μσν. 1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”